Jūdō




Το τζούντο (柔道), που σημαίνει «απαλή μέθοδος», είναι μια σύγχρονη πολεμική τέχνη, και ένα μαχητικό και ολυμπιακό άθλημα. Χαρακτηριστικό του είναι ο στόχος της ρίψης του αντιπάλου, η ακινητοποίηση του ή ο εξαναγκασμός του σε παρό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιο Γυμναστικήστην χλλάο τημερινάδοση με κλειδώματα ή πνιγμούς. Τα χτυπήματα με τα χέρια και τα πόδια καθώς και οι τεχνικές εναντίον όπλων αποτελούν και αυτά μέρος του τζούντο, αλλά μόνο κατά την άσκηση σε προκαθορισμένες φόρμες (κάτα) και όχι σε αγώνες ή στην ελεύθερη άσκηση (ραντόρι).  
Το Κόντοκαν Τζούντο, όπως αλλιώς λέγεται το τζούντο, ιδρύθηκε από τον Τζίγκορο Κάνο (1860 – 1938), στα 1882, ο οποίος στα νιάτα του άρχισε να εξασκείται σε διάφορα κλασσικά τζουτζίτσου, ως ένας τρόπος για να ενισχύσει το εύθραυστο σώμα του.


Ο Κάνο μελέτησε τις Tenjin Shinyo-ryu και Kito-ryu εμβαθύνοντας στις διδασκαλίες τους, και συμπλήρωσε αυτή την εκπαίδευση με το άπληστο ενδιαφέρον του και για άλλες πολεμικές τέχνες. Ενσωματώνοντας αυτά που θεωρούσε θετικά σημεία με τις δικές του ιδέες και εμπνεύσεις, ίδρυσε ένα αναθεωρημένο σώμα φυσικών τεχνικών, αλλά και μεταμόρφωσε την παραδοσιακή αρχή του τζουτζούτσου «νικώντας τη δύναμη μέσω της ευελιξίας» σε μια νέα αρχή, την «μέγιστη αποτελεσματική χρήση της φυσικής και ψυχικής ενέργειας.» Το αποτέλεσμα ήταν ένα νέο θεωρητικό και τεχνικό σύστημα που ο Κάνο αισθάνθηκε οτι ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.

Την ουσία αυτού του συστήματος την εξέφρασε με το αξίωμα «μέγιστη αποδοτική χρήση της ενέργειας», μια έννοια που θεωρούσε τόσο τον ακρογωνιαίο λίθο των πολεμικών τεχνών όσο και μια αρχή χρήσιμη σε πολλές πτυχές της ζωής. Η πρακτική εφαρμογή αυτής της αρχής, ένιωθε, ότι θα μπορούσε να συμβάλει πολύ στην ανθρώπινη και κοινωνική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της «αμοιβαίας ευημερίας για τον εαυτό και τους άλλους», την οποία αναγνώριζε ως τον κατάλληλο στόχο της εκπαίδευσης. Αυτό που δημιούργησε ο Κάνο ξεπερνούσε την απλή τεχνική για να αγκαλιάσει ένα σύνολο αρχών για την τελειοποίηση του εαυτού. Για να το εκφράσει αυτό, αντικατέστησε τη κατάληξη τζούτσου (τεχνική) της λέξης Τζου-Τζούτσου με την κατάληξη ντο (διαδρομή) για να δημιουργήσει ένα νέο όνομα για την τέχνη του: το τζούντο. Την αίθουσα της σχολής του την ονόμασε Κο-ντο-καν ή «ένα μέρος για να διδαχθεί το μονοπάτι

Ο Κάνο, εκτός απο ιδρυτής του τζούντο, θεωρείται και «ο πατέρας της ιαπωνικής φυσικής αγωγής Ως διευθυντής του Tokyo Higher Normal School, ίδρυσε μια γενική σχολή φυσικής εκπαίδευσης των καθηγητών που αποσκοπούσε στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών ώστε να προφέρουν ποιοτική φυσική αγωγή στη νεολαία της Ιαπωνίας. Συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Ιαπωνικού Ομίλου Ερασιτεχνικού Αθλητισμού, και το 1909 έγινε ο πρώτος Ασιάτης μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.
Ο Κάνο ταξίδεψε στο εξωτερικό δεκατρείς φορές, δίνοντας διαλέξεις και επιδείξεις τζούντο, προκειμένου να προωθήσει την τέχνη του σε όλο τον κόσμο.

Το τζούντο έκανε μια πρώτη ανεπίσημη εμφάνιση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932, ενώ ολυμπιακό άθλημα έγινε το 1964 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Παράλληλα ο Κάνο βοήθησε στην ανάδειξη και άλλων ιαπωνικών μπούντο, όπως το αϊκίντο, το καράτε-ντο, το σούμο κ.α.

Σήμερα, η Διεθνής Ομοσπονδία Τζούντο περιλαμβάνει εκπροσώπους από περίπου 200 χώρες και περιοχές (2013), με ασκούμενους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην Ελλάδα το τζούντο εμφανίστηκε το 1947, όταν ένας Άγγλος εκπαιδευτικός, ο Σίντνεϊ Βάος άρχισε να διδάσκει ένα μείγμα Τζουτζούτσου και Τζούντο. Μετά το θάνατό του το 1950, το τζούντο συνεχίστηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο (ΠΓΣ), απο έναν εκ των μαθητών του, τον Δημήτριο Δαμιανού, ο οποίος κατά πολλούς θεωρείται και ο «πατέρας» του Τζουτζούτσου και του Τζούντο στην Ελλάδα. Το 1976 ιδρύθηκε υπό την αιγίδα του ΣΕΓΑΣ η πρώτη τεχνική επιτροπή τζούντο στη χώρα μας. Το 1985 ιδρύθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Φιλάθλων Τζούντο (ΕΟΦΤ), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνική Ομοσπονδία Τζούντο (ΕΟΤ) και η οποία σήμερα καλύπτει το τζούντο που ασκείται στην χώρα μας, καθώς και το αντιπροσωπεύει στο εξωτερικό.